- αχυρώνας
- grange
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αχυρώνας — αχυρώνας, ο και αχερώνας, ο και αχερώνα, η η αποθήκη για τα άχυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχυρώνας — και αχερώνας, ο (AM ἀχυρών) 1. αποθήκη για άχυρα 2. παροιμ. α) «δυο γαϊδάροι μάλωναν σε ξένο αχυρώνα» (για όσους μαλώνουν σε χώρο που δεν τους ανήκει ή για θέματα που αφορούν σε άλλους) β) «στραβός βελόνα γύρευε στον αχυρώνα» (για όποιον… … Dictionary of Greek
PALEA — vel quod palô ventiletur, vela Pale frugum inventrice, vel a Patulo, vel a Graeco πάλλειν dicta, quantumcumque vilis, Providentiam tamen Dei efficaciter arguit: Unde Lucilius Vaninus Italus, qui scriptô de Arcanis Naturae librô Naturam omnium… … Hofmann J. Lexicon universale
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek
αχεραποθήκη — η ο αχυρώνας … Dictionary of Greek
αχερόσπιτο — το αχυρώνας … Dictionary of Greek
αχούρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 710 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκυρίτιδας. * * * το (Μ ἀχούριον και ριν) 1. ο αχυρώνας 2. ο στάβλος νεοελλ. χώρος ακατάστατος και βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αχυραποθήκη — η ο αχυρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρο(ν) + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αχυροδόκη — ἀχυροδόκη, η (Α) ο αχυρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρον + δόκη < δέχομαι] … Dictionary of Greek
αχυροθήκη — ἀχυροθήκη, η (Μ) αχυρώνας … Dictionary of Greek
αχερώνας — αχερώνας, ο και αχερώνα, η βλ. αχυρώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)